- ἀποσχίδες
- ἀπο-σχίδες, Abspaltungen, von Blutgefäßen; Knochensplitter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποσχίδες — ἀποσχίς branches fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek